Το Τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίου Ιδαλίου ιδρύθηκε το 2007 με σκοπό να προβάλει τα πλούσια ευρήματα της περιοχής του Ιδαλίου και για να λειτουργήσει μεταγενέστερα σαν Κέντρο Επισκεπτών του αρχαιολογικού χώρου, μέσα στον οποίο βρίσκεται.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Ιδαλίου είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κύπρου με πλούσια ευρήματα, μερικά από τα οποία κοσμούν σήμερα τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Η αρχαία πόλη ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση από τον Αχαιό ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Χαλκάνωρα, απόγονο του Τεύκρου, ιδρυτή της Σαλαμίνας.
Τα πρωϊμότερα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας ανασκάφηκαν στην τοποθεσία Αγρίδι και χρονολογούνται στην 7η και 5η χιλιετία π.Χ. Από τον 18ο μέχρι τον 11ο αιώνα π.Χ., στη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, διάφοροι οικισμοί ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές περιοχές της Μεσογείου και από τότε η περιοχή κατοικήθηκε αδιάλειπτα μέχρι σήμερα και εξελίχθηκε σε αστικό κέντρο. Αποκορύφωση της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης ήταν η ίδρυση του Βασιλείου του Ιδαλίου που αναφέρεται για πρώτη φορά στις Ασσυριακές γραπτές πηγές του 7ου αιώνα π.Χ. Το βασίλειο άνθισε μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. όταν η πρωτεύουσα του πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε από τους Φοίνικες βασιλείς του Κιτίου.
Τα εκθέματα του Μουσείου είναι αντιπροσωπευτικά όλων των χρονολογικών φάσεων της Ιστορίας του Ιδαλίου και προέρχονται από παλιές και πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης, σε οικισμούς και νεκροταφεία. Στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης υπάρχει πληροφοριακό υλικό για την ιστορία του χώρου και των ανασκαφών, καθώς και φωτογραφικό υλικό με τα αξιολογότερα ευρήματα που βρίσκονται σε ξένα μουσεία. Παρουσιάζονται επίσης με παραστατικό τρόπο τα Πρωτο-Αιολικά επίκρανα που κοσμούσαν ταφικά μνημεία και το ανάκτορο του Ιδαλίου, καθώς και δύο χαρακτηριστικά δείγματα της κοροπλαστικής και της γλυπτικής που άνθισε στο Ιδάλιο και έδωσε έργα απαράμιλλης καλλιτεχνικής αξίας.
Στη δεύτερη αίθουσα της έκθεσης παρουσιάζονται επιγραφές που μαρτυρούν την κατάληψη του βασιλείου, μέρος του αρχείου της Φοινικικής διοίκησης της πόλης, επιτύμβια μνημεία, δείγματα κεραμικής και αντικείμενα καθημερινής χρήσης όλων των εποχών με επεξηγηματικά κείμενα για τη σημασία της κάθε περιόδου ξεχωριστά. Υπάρχουν επίσης δείγματα εισηγμένης κεραμικής από την Αττική και χαρακτηριστικά έργα της κοροπλαστικής και της γλυπτικής. Σε ειδικό χώρο της αίθουσας σκιαγραφείται με φωτογραφικό υλικό, αποθηκευτικούς πίθους και μικροτεχνήματα η εικόνα της οικονομίας του Ιδαλίου που ήταν η βάση για την ανάπτυξη του πολιτισμού που αποτελεί σήμερα αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού παγκοσμίως.
Η Ηφαιστία αποτελεί μία από τις δύο αρχαίες πόλεις της ακριτικής Λήμνου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, καταλαμβάνοντας όλη τη χερσόνησο της Παλαιόπολης. Οι πρώτες ανασκαφές στην Ηφαιστία έγιναν από τον Ιταλό αρχαιολόγο Αλεσσάντρο ΝτέλλαΣέτα (Alessandro Della Seta), επικεφαλής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής, από το 1926 ως το 1936. Η επανάληψη των ανασκαφών τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, έφεραν στο φως μια πόλη με ισχυρό τείχος, δημόσια κτίρια, εργαστήρια κεραμικής, λουτρά, συγκροτήματα οικιών καθώς και μία παλαιοχριστιανική βασιλική. Στα νότια, στις θέσεις «Ραν» και «Κλήμα» εντοπίστηκαν τα νεκροταφεία της πόλης. Ένα εκτεταμένο ιερό αφιερωμένο πιθανότατα στη Μεγάλη Θεά, χτισμένο στην πλαγιά του λόφου, ήταν σε χρήση από τα μέσα του 8ου μέχρι τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.
Στα βορειοανατολικά της χερσονήσου της Παλαιόπολης, στην πλαγιά λόφου, κτίστηκε το Αρχαίο Θέατρο της Ηφαιστίας, πάνω στα λείψανα προγενέστερων ιερών, που χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 7ου έως τον 6ο αι. π. Χ. Τα πρώτα ίχνη του Θεάτρου εντοπίστηκαν το 1928 από τον Ιταλό αρχαιολόγο SilvioAccame. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1937-1939 από τον αρχαιολόγο G. Libertini, η οποία όμως διακόπηκε λόγω του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.